- κλεόμη
- (Cleome). Γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας των καπαριδιδών, το οποίο περιλαμβάνει γύρω στα 150 ετήσια ή πολυετή φυτικά είδη, τα οποία σχηματίζουν συστάδες ύψους 60-150 εκ. Τα φύλλα τους δεν έχουν το ίδιο σχήμα σε όλο το ύψος του βλαστού· αυτά που είναι κοντά στη βάση είναι σύνθετα και παλαμοειδή, με 5-7 φυλλάρια, ενώ αυτά που είναι τοποθετημένα κοντά στην κορυφή έχουν μόνο τρία φυλλάρια. Έχουν πολύ όμορφα λουλούδια με κίτρινο, άσπρο, ροζ ή γαλάζιο χρώμα και τέσσερα καμπυλωμένα πέταλα, όμοια με φτερά πεταλούδας. Στην Ευρώπη καλλιεργούνται τα είδη: κ. η αγκαθωτή, κ. η βαρύοσμη και κ. η χαριεστάτη, που μεταφέρθηκαν όλα από την Αμερική. Άλλα είδη είναι η κ. η κίτρινη, η κ. η πριονόφυλλη κ.ά. Τα φυτά αυτά χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά και φυτρώνουν με σπέρματα, προσβάλλονται όμως εύκολα από ορισμένα έντομα.
Dictionary of Greek. 2013.